- επιλείχω
- ἐπιλείχω (Α)γλείφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιλιχμώ — ἐπιλιχμῶ, άω (Α) 1. επιλείχω* 2. μέσ. κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ μος < λείχ ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ τού θ. λειχ ] … Dictionary of Greek
επιλιχνεύω — ἐπιλιχνεύω (Α) επιλείχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχνεύω «είμαι λαίμαργος» (< λίχνος «γλείφτης*, λαίμαργος», βλ. επιλιχμώ)] … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
προσεπιλιχμώμαι — Α εκτός τών άλλων γλείφω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλιχμῶ / ῶμαι «επιλείχω, κατατρώγω»] … Dictionary of Greek